Wednesday 13 February 2013

O χειμώνας μένει
μέσα σε ένα κρύο συνεργείο
και τα βράδυα μας φωνάζει
να πιούμε όλη τη μπουκάλα
με σκοτάδι.
Kάτω παντού μικρά ξύλινα
μολύβια και χαρτιά
με σημειώσεις ανορθόγραφες.
Μια λάμπα μικρή να καίει
και πολλά παλτά να φοράει
και ιστορίες να λέει απο μακρινές χώρες
που εκεί έιναι βασιλιάς
και να τον ακούμε με ανοιχτό το στόμα
και να μην πιστέυουμε
οτι αυτός ο κοντούλης γέρος
αναποδογυρίζει τεράστια μεταλλικά
πλοία η κάνει τους ανθρώπους να κλαίνε
ψάχνοντας τα ερείπια τυλιγμένοι με
μια κουβέρτα η ακόμα πώς πνίγει
τις πόλεις στους κεραυνούς
και μείς να λέμε οτι πάλι μέθυσε
το κοντό ανθρωπάκι με τα λερωμένα
χέρια και αυτός όλο βάζει στο ποτήρι
κι όλο καπνίζει άφιλτρα τσιγάρα και γεμίζει
με καπνούς και στο τέλος
 κοιμάται πάνω στην καρέκλα του.
Φεύγοντας κλείνουμε την πόρτα
και γελάμε στον δρόμο με τις ιστορίες του.
Όταν βέβαια βρεί ο καθένας και απο ένα νεκρό ελάφι
στην πόρτα του τότε σιωπηλός πέφτει στο κρεβάτι
και δεν μιλάει σε κανέναν γι αυτό που είδε , νομίζοντας οτι
είναι  μοναδικός.